- μοιρολόγημα
- τοθρήνος για νεκρό: Το ολονύχτιο μοιρολόγημα του νεκρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοιρολόγημα — το (Μ μοιρολόγημα[ν]) [μοιρολογώ] το μοιρολόγι, ο θρήνος, το θρηνητικό τραγούδι … Dictionary of Greek
μυρολόγημα — και μυριολόγημα, το [μυρολογώ] μοιρολόγημα, θρήνος, θρηνητικό άσμα … Dictionary of Greek